- ομόστοιχος
- ὁμόστοιχος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια γραμμή ή στην ίδια τάξη με άλλον2. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, στην ίδια κατηγορία με άλλον, ισότιμος, ισόβαθμος.επίρρ...ὁμοστοίχως (ΑΜ)1. κατά την ίδια σειρά, κατά την ίδια τάξη2. σύμφωνα με..., σε συμφωνία με...3. τού ίδιου είδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + στοῖχος «γραμμή, σειρά» (πρβλ. πολύ-στοιχος)].
Dictionary of Greek. 2013.